ελασματοβράγχια

ελασματοβράγχια
τα зоол, пластинчатожаберные, моллюски

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ελασματοβράγχια" в других словарях:

  • ελασματοβράγχια — Υφομοταξία αμφιπλευροσυμμετρικών μαλακίων, με ατροφική ή χωρίς καθόλου κεφαλή. Η ονομασία τους οφείλεται στην παρουσία δύο φυλλοειδών βραγχίων, τα οποία αποτελούνται από ελασματοειδή βραγχιακά ινίδια. Τα ε. λέγονται και πελεκύποδα, γιατί το πόδι… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοβραγχιωτά — Ελασματοβράγχια μαλάκια των οποίων τα βράγχια είναι πτεροειδή. Το πόδι τους καταλήγει σε επίπεδη επιφάνεια, με τη βοήθεια της οποίας σύρονται στον βυθό της θάλασσας. Το κυριότερο γένος είναι η νούκουλα (nucula) …   Dictionary of Greek

  • μυΐδες — Ονομασία θαλασσινών μαλακίων, εντόμων και θηλαστικών τρωκτικών. 1. Τα μαλάκια είναι ελασματοβράγχια με μακρουλό όστρακο που έχει δύο άνισες θυρίδες. Το μέγεθος των μ. είναι μέτριο και ζουν κυρίως στις ψυχρές θάλασσες. Τα διάφορα είδη του γένους… …   Dictionary of Greek

  • ακέφαλος — Αυτός που δεν έχει κεφάλι. Ο άναρχος. Μεταφορικά, ο απερίσκεπτος, ο ανόητος, ο άμυαλος. (Βοτ.) Ονομασία της ωοθήκης που είτε δεν έχει στύλους είτε αυτοί φύονται από τα πλάγια ή τη βάση της (π.χ. βοραγινίδες, χειλανθή). (Ζωολ.) Ονομασία που δόθηκε …   Dictionary of Greek

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • δίθυρα — Γένος μαλακίων που το σώμα τους είναι κλεισμένο σε όστρακο με δύο θυρίδες. Στη συστηματική ζωολογία, ο όρος δ. είναι συνώνυμος με τα ακέφαλα και ελασματοβράγχια. * * * τα (AM δίθυρα) βλ. δίθυρος …   Dictionary of Greek

  • δίθυρος — ον (AM δίθυρος, ον) 1. αυτός που έχει δύο θύρες, εισόδους 2. το ουδ. ως ουσ. α) ελασματοβράγχια μαλάκια με δύο βαλβίδες β) (για φυτά και καρπούς) αυτός που έχει δύο φλοιούς, δίφλουδος μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δίθυρο(ν) η δίφυλλη πόρτα μσν …   Dictionary of Greek

  • ετερόκογχα — τα βραγχιόποδα μαλακοειδή και ελασματοβράγχια μαλάκια με δύο άνισες, ανόμοιες θυρίδες (στρείδια, σπόνδυλοι, χτένια) …   Dictionary of Greek

  • μαλάκια — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • πίννα — Δίθυρα μαλάκια, διαδεδομένα στις εύκρατες ή θερμές θάλασσες, τα οποία ανήκουν στην οικογένεια των Αβικουλιδών. Τα ελασματοβράγχια αυτά εκκρίνουν από το πόδι μια μακριά και απαλή βύσσο, κατάλληλη για να υφανθεί· το όστρακό τους έχει μακρές ίσες… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»